Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ταὐτὸν καὶ ἕν

См. также в других словарях:

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • τέκμαρ — και τέκμωρ, ος, τὸ, Α 1. όριο, τέλος, πέρας («τὸ τέκμαρ καὶ πέρας ταὐτόν ἐστι κατὰ τήν ἀρχαίαν γλῶσσαν», Αριστοτ.) 2. επιδίωξη, σκοπός («θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδισσι τέκμαρ ἀνύεται», Πίνδ.) 3. διέξοδος («τὸ δ ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐκ ἕπεται τέκμαρ» …   Dictionary of Greek

  • στοιβή — και δωρ. τ. στοιβά, ἡ, ΜΑ σωρός, στοίβα («στοιβὴ λίθων», Ευοτ.) αρχ. 1. το φρυγανώδες και νομευτικό φυτό ποτήριο το ακανθώδες, κν. γνωστό σήμερα και ως αφάνα 2. γέμισμα, ιδίως στρώματος ή προσκέφαλου 3. αρχιτ. το τμήμα τού κρηπιδώματος που… …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… …   Dictionary of Greek

  • ταυτότητα — Στη φιλοσοφία, όρος που χρησιμοποιήθηκε πολύ, για τον χαρακτηρισμό μιας από τις θεμελιώδεις αρχές της λογικής· της αρχής της ταυτότητας. Η αρχή αυτή, με την απλή διατύπωση που της έδωσε ο Αριστοτέλης, αντιτιθέμενος κυρίως στη φιλοσοφία του… …   Dictionary of Greek

  • Thales de Milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance …   Wikipédia en Français

  • Thalos de milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance …   Wikipédia en Français

  • Thalès de Milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»